Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Happy End?

Υποτίθεται ότι αυτό το post θα ήταν για κινηματογραφική και θεατρική κριτική. Άργησε πάνω από μήνα όμως, οπότε θα έχει και άλλα πράγματα να διαπραγματευτεί. PSI, δακρυγόνα, σεμινάρια, εργασίες, προθεσμίες, χιόνια, και μη ξεχνιόμαστε, έκθεση ιδεών «πως πέρασα τα Χριστούγεννα»

Όπως έγραψα και στο twitter (όσοι έχετε, είμαι και εκεί η premieregirl), η χώρα -και φυσικά εννοώ μ’αυτό τους πολίτες της- έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, πέραν του σουρεαλισμού. Τόσο μπροστά που ακόμα δεν έχει εφευρεθεί ο όρος που θα την περιγράψει. Από χθες, μετά από σχεδόν 6 ώρες κάψιμο μπροστά στην ΕΤ1 για να ακούω live την συνεδρίαση στη βουλή, σκέφτομαι ότι ζούμε στην πιο αμήχανη και μπερδεμένη εποχή ever. Οι πολιτικοί μας είναι για τα μπάζα. Δε βλέπω φως στο τούνελ και ούτε κάποιο πρόσωπο που θα σε κάνει να το εμπιστευτείς. Να πάμε σε εκλογές, ναι, εννοείται, και εμένα δε με τρελλαίνει η ιδέα ότι πρωθυπουργός είναι κάποιος μη εκλεγμένος από τη βάση. Όμως αν πάμε σε εκλογές με τις ίδιες επιλογές να μας προσφέρονται, το αποτέλεσμα θα είναι μία απ’τα ίδια. Και μη φανταστώ ότι οι καινούργιες μας επιλογές θα είναι το παιδί με το τσεκούρι, γιατί εκεί τερματίζει το παιχνίδι. Άκουγα τις αντεστραμμένες ομιλίες Σαμαρά και Παπανδρέου, έβλεπα τον Βενιζέλο να είναι κυριευμένος από μία ανεξήγητη έπαρση, έβλεπα τα άδεια έδρανα της ντροπής, έβλεπα τον Καρατζαφέρη να είναι έτοιμος να παραλάβει το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου και την Πιπιλή να ζηλεύει το μελοδραματικό και να βάζει τα κλάματα (ω, θεοί!!!) για τα επεισόδια στην Αθήνα. Βγες έξω μωρή Πιπιλή, να εισπνεύσεις το χημικό, και τότε κλάψε, όχι μέσα από τα κλιματιζόμενα έδρανα. Εν τω μεταξύ, επειδή χθες παράλληλα είχα ανοιχτό το twitter και ενημερωνόμουν live από παιδιά που ήταν κέντρο, έχω να πω ότι η εικόνα που έπαιζαν τα κανάλια και το τι πραγματικά συνέβαινε ήταν κλασσικά τελείως διαφορετική. Επειδή όμως δεν ήμουν εκεί, σας παραπέμπω στο blog του arkoudou, μιας ψύχραιμης φωνής την οποία παρακολουθώ καιρό και εμπιστεύομαι.
http://arkoudos.com/blog/?p=2929
Και κάτι άλλο: Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός μεταξύ μας για τα επεισόδια και τις φωτιές? Είναι 100 άτομα? 200 που τα προκαλούν? Είναι τυχαίο ότι η αστυνομία ποτέ δεν καταφέρνει να τους ελέγξει ή να τους συλλάβει? Είναι τυχαίο που τα κανάλια κάθε φορά δείχνουν μόνο αυτές τις σκηνές? Και, εννοείται κατ’εμέ, ότι μέσα σε αρκετούς βαλτούς, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και οι υπαρκτοί «μπαχαλάκηδες», τα άτομα που γουστάρουν τον πανικό, το σπάσιμο, το κάψιμο. Υπάρχουν ανάμεσά μας τέτοια άτομα, μην τρελλαινόμαστε ότι όλοι είναι της αστυνομίας. Οι εκκλήσεις για λογική και για συναίσθημα είτε στους μεν είτε στους δε πέφτουν στο κενό. Ας προσπαθήσουμε να δούμε την γενική εικόνα, τον όλο και μεγαλύτερο όγκο των διαδηλώσεων και ας μην αναλωνόμαστε σε άτοπους διαλόγους.

Δεν ξεκίνησα όπως το είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου. Με λίγα λόγια για «Το Τανγκό των Χριστουγέννων». Με πρόλαβαν οι εξελίξεις. Όμως θα συνεχίσω με αυτό. Είναι μια ελληνική ταινία που μπορείς να δεις και να μην κλαις τα λεφτά σου αν πας στο σινεμά ή τώρα που μάλλον δεν παίζεται πια, αν την νοικιάσεις από το dvd club. Οι προθέσεις είναι τίμιες και δεν υπάρχει η αίσθηση της αρπαχτής που τελευταία πολλές ελληνικές παραγωγές σου δίνουν. Αν κάποιος δει τις «δημοφιλείς» ελληνικές ταινίες με ονόματα συμπαθών επαρχιακών πόλεων στον τίτλο, καταλαβαίνει αμέσως ότι είναι περισσότερο μια συρραφή εικόνων με τηλεοπτικούς γκεστ παρά μια κινηματογραφική ταινία με λόγο ύπαρξης. Στο Τανγκό βοηθάει πολύ το στέρεο σεναριακό υλικό. Βασισμένο στο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, ο οποίος κατεμέ έχει γράψει ένα από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία, το «Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες», το σενάριο έχει δομή και στέρεους χαρακτήρες. Η σκηνοθεσία είναι χωρίς εκπλήξεις, με πολύ ταιριαστή όμως χρήση του χώρου και των σκηνικών. Η ταινία εκτός από το πάθος, πραγματεύεται το θέμα των επιλογών. Ο έρωτας, η οικογένεια, το περιβάλλον και η κατακραυγή. Υπέροχη ατμόσφαιρα, και θεωρώ ότι ο Γιάννης Στάνκογλου βγαίνει πολύ κερδισμένος στη σύγκριση με τους υπόλοιπους, γιατί είναι ένα ηφαίστειο συναισθημάτων σε μια γρανιτένια φυσιογνωμία. Σε έναν ηθοποιό, οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά π.χ στις σκηνές που ο Στάνκογλου μαθαίνει να χορεύει, ο σωματικός του έλεγχος είναι εξαιρετικός, το πώς υποδύεται τον «άσχετο» και αγροίκο. Ο σκηνοθέτης προτίμησε να υπονοήσει έντονα την ομοφυλοφιλία του χαρακτήρα που υποδύεται ο Αντίνοος Αλμπάνης αλλά έτσι απέφυγε σκηνές που θα πήγαιναν μπροστά τους χαρακτήρες. Πόσο πιο ταιριαστό στο βιβλίο που μετά το φιλί, ο Καραμανίδης τον χτυπά αλύπητα και μετά το μετανιώνει και τον πηγαίνει στο νοσοκομείο. Στο υπόλοιπο καστ, η Βίκυ Παπαδοπούλου, πανέμορφη αλλά λιγότερο δουλεμένη, σαν μια άψυχη ωραία Ελένη. Η Κοκκίδου προσέδωσε φυσικότητα και απλότητα στο μικρό της ρόλο. Ο Μπέζος, ταιριαστός αλλά άψυχος, έφερε στο μυαλό μου την λεγόμενη μανιέρα του και την όλη συζήτηση περί αυτής.

Μέσα στις γιορτές είδα και το πρώτο θέατρο για τη φετινή σεζόν. Μια ατέλειωτη βροχή. Έκπληξη από τον Δημήτρη Αλεξανδρή, που προσωπικά μου άρεσε αλλά δεν τον είχα και στο πάνθεον από τα παλιά του σήριαλ, να λοιπόν που έναν ηθοποιό πρέπει να τον δεις στον θέατρο για να κρίνεις . Εξαιρετικοί μονόλογοι, ωραία ατμόσφαιρα, σκληρές εικόνες μέσα από την αφήγηση, Στάνκογλου στιβαρός, «κόντρα» ρόλοι. Μικρό και γι’ αυτό cosy θέατρο, Ροές στο Γκάζι, σχεδόν δίπλα στο μετρό. Προλαβαίνετε!

Στο σινεμά είδα το The Artist. Οι πιστοί αναγνώστες ίσως θυμούνται ότι το είχα ξεχωρίσει από τις Νύχτες Πρεμιέρας αλλά δυστυχώς δεν είχα καταφέρει να το δω τότε. Και να που βγήκε κανονικά στα σινεμά, σάρωσε βραβεία και υποψηφιότητες για Οσκαρ, έγινε talk of the town και ήρθε και η δική μου ώρα να το απολαύσω. Νομίζω ότι ο πρωταγωνιστής Jean Dujardin είναι γεννημένος για αυτό το ρόλο και πολύ καλώς έχει σαρώσει τα βραβεία γιατί μπορεί να μην αρθρώνει λέξη αλλά μέσα σε μιάμιση ώρα βουβής ερμηνείας είναι αστείος, ερωτεύσιμος, και συγκινητικός ταυτόχρονα. Είναι εμπειρία αυτή η ταινία ακόμα και αν δεν είστε σινεφίλ.

Μια άλλη ταινία που είδα -σε dvd αυτή τη φορά και με αρκετή καθυστέρηση- είναι το The Social Network. ΟΚ, άκου τι γίνεται τώρα με αυτή. Εγώ όταν την πήρα από το βίντεοκλαμπ, την πήρα μετά πό ένα χρόνο που την έβλεπα στο ράφι. Και την πήρα με λίγο βαριά καρδιά, του στυλ «είναι πολύ γνωστή, είναι του Fincher,υποψήφια για όσκαρ, ε, να δεις και λίγο πως φτιάχτηκε το facebook” . Την έβαλα να τη δω ένα μεσημέρι και αυτό ήταν. Στο τέλος είχα μείνει. Έπεσαν οι τίτλοι, έφυγα, πήγα γυμναστήριο, διάβασα και τη σκεφτόμουν. Μου κόλλησε. Είναι εντελώς προσωπικό που, πως και γιατί θα σε «χτυπήσει» μια ταινία, μπορεί εσείς να τη δείτε (ή να την έχετε δει) και να σας άφησε αδιάφορους, εμένα όμως μου έκανε κλικ. Και για μένα η ερμηνεία του Jesse Eisenberg είναι πρότυπο. Είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται, δεν τον ξεχωρίζεις, δεν φαίνεται να παίζει, είναι τόσο μέσα στο ρόλο το παιδί. Respect.

Αν αφήσουμε λίγο τα πολιτιστικά και πιάσουμε τα επαγγελματικά, το σημαντικότερο γεγονός ήταν ότι επιλέχθηκα στο σεμιναριο Teachers for Europe, ένα σεμινάριο που είχε να κάνει με την Ε.Ε. Ενημερωθήκαμε και εμείς και μετά ενημερώνουμε τους μαθητές μέσα από δράσεις, παιχνίδια, project. Η δουλειά μας θα καταγραφεί σε μια εργασία 20 σελίδων περίπου και όλο το σεμινάριο έχει αξία 120 διδακτικές μονάδες. Η οργάνωση του σεμιναρίου ήταν άψογη αλλά το κυριότερο ήταν η επιλογή των ατόμων που συμμετείχαν. Είναι κέρδος να φεύγεις από κάπου και να αισθάνεσαι ότι γνώρισες τόσο αξιόλογα άτομα.

Και τέλος μία μικρή αναφορά στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, σαν ένα μικρό post it. Ήταν διακοπές περίεργες, νοσοκομειακές. Όμως με έναν απροσδιόριστο τρόπο κάπως πιο κοντά στο αληθινό πνεύμα των γιορτών. Είχαν πολλή αγάπη, πολύ νοίαξιμο. Είχαν νυχτέρια, αλλά κάποια από αυτά τα νοσοκομειακά βράδια ήταν μοιρασμένα με την ξαδέλφη Τζο, με αρκουδάκι και καφέ και σημειωματάριο μικρού πρίγκηπα. Είχαν λιγότερες αναγκαστικά συναντήσεις με φίλους αλλά πολλά τηλέφωνα και μηνύματα που σε έκαναν να μη νιώθεις μόνη. Είχαν τον Γ. πάντα εκεί στα δύσκολα αλλά και στα χαρούμενα. Είχαν μια παραμονή Πρωτοχρονιάς που μας βρήκε να χορεύουμε όλοι μαζί. Και είχε και happy end.